- ερυθροτης
- ἐρυθρότης-ητος ἥ краснота Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐρυθρότης — redness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητα — ἐρυθρότης redness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητι — ἐρυθρότης redness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητος — ἐρυθρότης redness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρότητα — η (AM ἐρυθρότης, ή) [ερυθρός] η ιδιότητα τού ερυθρού, το γνώρισμα τού ερυθρού χρώματος, η κοκκινάδα … Dictionary of Greek